-
1 έθιμο(ν)
τό1) обычай, обыкновение;τα ήθη και έθιμα — нравы и обычаи;
τοπικό έθιμ — местный обычай;
έθιμα τού γάμου — свадебные обряды;
2) неписаный закон;κατά τα έθιμα — по обычаю
-
2 έθιμο(ν)
τό1) обычай, обыкновение;τα ήθη και έθιμα — нравы и обычаи;
τοπικό έθιμ — местный обычай;
έθιμα τού γάμου — свадебные обряды;
2) неписаный закон;κατά τα έθιμα — по обычаю
-
3 έθιμο
[этимо] ουσ. о. обычай, обыкновение.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > έθιμο
-
4 έθιμο
[этимо] ουσ ο обычай, обыкновение. -
5 έθιμο
обичаjГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > έθιμο
-
6 έθιμο
1) coutume2) habitude -
7 έθιμο
1) obyczaj (m) rzecz.2) zwyczaj (m) rzecz. -
8 έθιμο
1) návyk2) obyčej3) zvyk4) zvyklost -
9 έθιμο
customΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > έθιμο
-
10 gelenek
έθιμο, παράδοση -
11 örf
έθιμο -
12 teamül
έθιμο, εθιμοτυπία -
13 coutume
έθιμο -
14 custom
έθιμο -
15 obyczaj
έθιμο -
16 обычай
-я α.έθιμο, συνήθεια ζακόνι•нравы и -и τα ήθη και έθιμα•
старинный -παλαιό έθιμο•
местный обычай τοπικό έθιμο•
это вошло в обычай αυτό έγινε συνήθεια•
по принятому -го κατά το επικρατόν έθιμο•
это у нас в -е αυτό είναι το έθιμο μας.
-
17 обычай
обыч||айм τό ἐθιμο[ν], ἡ συνήθεια:местный \обычай τό ἐθιμο (или ἡ συνήθεια) τοῦ τόπου, τό τοπικό ἐθιμο· по \обычайаю κατά τά ἔθιμα· ◊ быть в \обычайае у кого-л. εἶναι συνήθεια σέ κάποιον. -
18 обычай
-
19 издревле
издревленареч уст. ἀπό παληά, ἀπ· τά πολύ παληά χρόνια:ἐτοτ обычай существует \издревле αὐτό τό ἔθιμο ὑπάρχει ἀπό παληά χρόνια. -
20 освятить
освятитьсов, освящать несов1. ре л. ἀγιάζω·2. перен ἐξαγιάζω, καθιερώνω, καθιερώ:обычай, освященный веками ἐθιμο, καθιερωμένο ἀπό αἰώνες.
См. также в других словарях:
έθιμο — Κάθε ομαδική αντίληψη ή πίστη που εκδηλώνεται έμπρακτα και επανειλημμένα, ώστε να αποτελεί παράδοση (για παράδειγμα, η νύφη πρέπει να φορά πέπλο στον γάμο). Ένα άλλο γνώρισμα του ε. είναι πως αυτό συνιστά μια αυθόρμητη εκδήλωση, με την έννοια πως … Dictionary of Greek
έθιμο — το 1. κοινή συνήθεια, που ακολουθούν οι λαοί στον κοινωνικό τους βίο τηρώντας ο καθένας τους προγονικές παραδόσεις, η συνήθεια που επικράτησε, το συνήθειο: Τα έθιμα του γάμου. 2. (νομ.), άγραφος κανόνας δικαίου, που δημιουργήθηκε από το λαό και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μασχαλισμός — Έθιμο διάφορων λαών κατά την αρχαιότητα. Αναφέρεται από τους τραγικούς ποιητές και σύμφωνα με αυτό, ο δολοφόνος έκοβε ένα μέλος του σώματος του νεκρού και το κρεμούσε από τον τράχηλο προς τη μασχάλη, προς αποτροπή της εκδίκησης του θύματος· η… … Dictionary of Greek
απομύρισμα — Έθιμο των βυζαντινών και μεσαιωνικών χρόνων, σύμφωνα με το οποίο οιχριστιανοί άλειφαν ένα μέρος ή ολόκληρο το σώμα τους με άγιο μύρο, που πίστευαν ότι ανάβλυζε από τους τάφους αγίων ή άλλους ιερούς χώρους (αγία Παρασκευή, άγιος Δημήτριος ο… … Dictionary of Greek
αμίλητο νερό — Έθιμο με ειδωλολατρικές προεκτάσεις, που αναφέρεται κυρίως στη γαμήλια τελετή και στη μαντική. Είναι κυρίως ελληνικής επινόησης, αλλά υπάρχει και σε μερικούς άλλους λαούς. Α.ν. ονομάζεται το νερό που αγόρια ή κορίτσια παίρνουν από πηγή, βρύση ή… … Dictionary of Greek
αξινομαντεία — Έθιμο μαντείας κατά τον Μεσαίωνα. Έχει τις ρίζες του σε αρχαίες ειδωλολατρικές συνήθειες, ωστόσο διατηρήθηκε για μεγάλη χρονική περίοδο μέχρι που τελικά καταργήθηκε από την εκκλησία. Στην α. κατέφευγαν για να διαπιστώσουν αν κάποιος… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες … Dictionary of Greek
Θράκη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται ότι ήταν κόρη του Ωκεανού και της Παρθενόπης, αδελφή της Ευρώπης. Η Θ. ονομαζόταν Τιτανίς από τον Στέφανο τον Βυζάντιο, ο οποίος απέδιδε την καταγωγή της στον Ωκεανό. Σύμφωνα με τη μυθολογία, απέκτησε τον Βίθυ από … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek